Ο Θεοχάρης Αναγνωστόπουλος εξετάζει τα ανταγωνιστικά οράματα για το μέλλον της Σμύρνης που δίχασαν την ελληνική κοινότητα, τόσο στην περίπτωση θριάμβου  όσο και  καταστροφής.

Ο Θεοχάρης εδρεύει στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Την 1η Μαΐου 1919, ο ναύαρχος Ηλίας Μαυρουδής ανήγγειλε στο παλάτι του μητροπολίτη της Σμύρνης ότι ο ελληνικός στρατός θα αποβιβαζόταν στην πόλη την επόμενη μέρα. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης εκφώνησε έναν πολύ ενθουσιώδη λόγο με εθνοκεντρικές αναφορές, υποδηλώνοντας (λανθασμένα) ότι η άφιξη του ελληνικού στρατού σήμαινε την de facto ένωση της Σμύρνης και της ενδοχώρας της με την Ελλάδα. Η Τριπλή Αντάντ (κυρίως η Βρετανία) είχε στην πραγματικότητα δώσει στην Ελλάδα εντολή να αποβιβάσει το στρατό της στη Σμύρνη, αλλά τόσο ο Μητροπολίτης όσο και οι επιφανείς ντόπιοι Έλληνες δεν είχαν συνειδητοποιήσει πόσο εύθραυστη ήταν αυτή η συμμαχική εντολή.

Την επόμενη μέρα, στις 2 Μαΐου, μονάδες του ελληνικού στρατού αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Σμύρνης. Ωστόσο, την αποβίβαση ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ του ελληνικού στρατού και του ελληνικού πληθυσμού με ένοπλους Τούρκους, με αποτέλεσμα απώλειες μεταξύ των οποίων μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης. Αυτά τα περιστατικά έφεραν την Ελλάδα σε δύσκολη θέση, με τους Συμμάχους να αμφισβητούν ήδη εάν οι ελληνικές αρχές ήταν σε θέση να διατηρήσουν την τάξη στην περιοχή. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, διόρισε τον Αριστείδη Στεργιάδη ως Ύπατο Αρμοστή της Σμύρνης, έναν Κρητικό δικηγόρο που είχε προηγουμένως υπηρετήσει ως Γενικός Επίτροπος της Ηπείρου.

Από τη στιγμή που έφτασε ο Στεργιάδης προσπάθησε να κρατήσει τον ελληνικό πληθυσμό υπό αυστηρό έλεγχο και σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο. Ο Βενιζέλος είχε παραχωρήσει στον Επίτροπο πλήρη διοικητική εξουσία. Ο Στεργιάδης έφερε μαζί του μια μικρή ομάδα έμπειρων συνεργατών, κανένας από τους οποίους δεν καταγόταν από τη Σμύρνη ή τη Μικρά Ασία. Η απροθυμία του Στεργιάδη να ζητήσει βοήθεια ή ακόμη και συμβουλές από τον Χρυσόστομο κατά την εκτέλεση του διοικητικού του έργου έκανε τον Μητροπολίτη να αισθάνεται περιθωριοποιημένος σε αυτή τη νέα εποχή.

Η στάση του Στεργιάδη απέναντι στον μουσουλμανικό πληθυσμό προκάλεσε πρόσθετη δυσαρέσκεια. Ο Επίτροπος ήθελε να αποδείξει την αμεροληψία της ελληνικής διοίκησης στις Μεγάλες Δυνάμεις. Η επιείκεια προς τους μουσουλμάνους, η απελευθέρωση Τούρκων αξιωματικών και οι τιμωρίες που επιβλήθηκαν στους Ελληνορθόδοξους για προσβολή των θρησκευτικών ή εθνικών αισθημάτων των μουσουλμάνων και των Τούρκων δεν πέρασαν απαρατήρητες από τον Χρυσόστομο. Ο Στεργιάδης δεν επιφύλαξε στον ελληνορθόδοξο πληθυσμό καμία ειδική μεταχείριση. Σε αντίθεση με τη δυσαρέσκεια του Μητροπολίτη Σμύρνης, η πολιτική του Στεργιάδη δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τον Βενιζέλο.

Ο Στεργιάδης δεν δίστασε να διακόψει το κήρυγμα του Χρυσοστόμου, όταν νόμιζε ότι ο τελευταίος μιλούσε εκτός πολιτικής γραμμής, υιοθετώντας υπερβολικά εθνοκεντρική ρητορική. Φυσικά, ο Χρυσόστομος το θεώρησε αυτό άμεση προσβολή της θεσμικής του εξουσίας. Οι εντάσεις μεταξύ Στεργιάδη και Χρυσοστόμου επιδεινώθηκαν από την παρέμβαση του Επιτρόπου στο τοπικό εκπαιδευτικό σύστημα των Ελλήνων, κάτι που μέχρι τότε ελεγχόταν αυστηρά από την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα της Σμύρνης. Έτσι, η Ύπατη Αρμοστεία ανέλαβε τον οικονομικό έλεγχο όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που τροφοδοτούσαν τον τοπικό ελληνορθόδοξο πληθυσμό.

ΈΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΈΞΩ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ, 1922. ΠΗΓΗ: GALLICA (AGENCE ROL)

Έπειτα έχουμε τα γεγονότα του 1921, όταν ο Στεργιάδης παρενέβη στην εκλογή του νέου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Στις 19 Μαΐου 1921 η φιλοβασιλική ελληνική κυβέρνηση συγκάλεσε συνέλευση αρχιερέων στην Αδριανούπολη. Δύο μέρες πριν ο Στεργιάδης τηλεγράφησε στον Χρυσόστομο, ανακοινώνοντας ότι οι αρχιερείς της Μικράς Ασίας θα αναχωρούσαν για την Αδριανούπολη την επόμενη μέρα. Το ίδιο βράδυ ο Επίτροπος απείλησε να χρησιμοποιήσει βίαια μέσα σε περίπτωση που οι αρχιερείς αρνούνταν να αναχωρήσουν για την Αδριανούπολη. Ο Μητροπολίτης ξεκίνησε για την Αδριανούπολη και συμμετείχε στη συνέλευση, η οποία αποφάσισε να αναβάλει την πατριαρχική εκλογή μέχρι τη λήξη των εχθροπραξιών μεταξύ του ελληνικού στρατού και των στρατιωτικών δυνάμεων του Μουσταφά Κεμάλ στη Μικρά Ασία.

Αψηφώντας το ψήφισμα αυτής της συνέλευσης, ο φιλοβενιζελός Μελέτιος Μεταξάκης εξελέγη Πατριάρχης στις 25 Νοεμβρίου 1921. Αν και ο Χρυσόστομος είχε αντιρρήσεις τόσο για τον Μελέτιο όσο και για τον τρόπο εκλογής του, αρνήθηκε να συμμετάσχει στις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να ακυρώσει την εκλογή, παρά τις πιέσεις του Στεργιάδη.

«Στα τέλη του 1921/αρχές του 1922 ήταν σαφές ότι η Ελλάδα ήταν ανίσχυρη να επεκτείνει τον έλεγχό της στη Μικρά Ασία. Άρχισαν να κυκλοφορούν σχέδια για ανεξάρτητο ή αυτόνομο κράτος εντός της Μικράς Ασίας, θεωρούμενα ως μέσο διάσωσης του μικρασιατικού ελληνισμού από την αναμενόμενη κεμαλική αντεπίθεση

Έτσι, ο Χρυσόστομος πρότεινε ένα κράτος με επίκεντρο το ελληνικό στοιχείο της Μικράς Ασίας, το οποίο θα είχε τον απόλυτο έλεγχο στην περιοχή. Ο Στεργιάδης, αντίθετα, συνέταξε ένα πιο τεχνοκρατικό σχέδιο, οραματιζόμενος ένα κράτος στη διοίκηση του οποίου θα συμμετείχαν όλες οι εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες της Μικράς Ασίας. Και τα δύο σχέδια ήταν εξίσου ανεφάρμοστα λόγω της αδυναμίας της Ελλάδας να υποστηρίξει ένα τέτοιο κράτος στρατιωτικά ή οικονομικά.

Ο Χρυσόστομος και ο Στεργιάδης όχι μόνο διέφεραν στη φιλοσοφία τους για τη δημόσια διοίκηση, αλλά ουσιαστικά αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικές εποχές. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο ανδρών ήταν μια άλλη συνέπεια της πολύπλοκης μετάβασης από την εποχή των αυτοκρατοριών σε εκείνη των εθνικών κρατών. Ο Χρυσόστομος εκπροσώπησε γενιές αρχιερέων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις επαρχίες τους κατά την οθωμανική εποχή. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης δεν ήταν πρόθυμος να προσαρμοστεί σε έναν πιο περιορισμένο ρόλο μέσα στα όρια που συνήθως έθετε το έθνος-κράτος. Από την άλλη ο Αριστείδης Στεργιάδης ήταν ανώτερος δημόσιος λειτουργός που υποστήριζε ότι η Εκκλησία πρέπει να υποτάσσεται στις επιταγές της κοσμικής διοίκησης. Ο Ύπατος Αρμοστής δεν ήταν, ομολογουμένως, γνωστός για τη διπλωματία του. Τελικά, ο Στεργιάδης δεν φαινόταν λιγότερο ξένος στην ελληνορθόδοξη κοινότητα της Σμύρνης από έναν αυταρχικό Οθωμανό κυβερνήτη.

Το υπό έκδοση βιβλίο του Θεοχάρη, Από την αυτοκρατορία στο έθνος – κράτος: Η ελληνόφωνη ορθόδοξη Κοινότητα Σμύρνης στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία (1908-1922)

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΟ ΤΥΠΩΜΕΝΟ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ, 1919.

Subscribe to TLP